Η σημαντικότερη αρχαία πόλη-λιμάνι της ΒΑ Χαλκιδικής, αποικία Ανδρίων. Ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. καταλαμβάνοντας θέση προϊστορικού οικισμού. Η πόλη εκτείνεται σε παράκτια λοφοσειρά 600μ. περίπου ΝΑ από τη σημερινή Ιερισσό και ανασκάπτεται από την ΙΣΤ' Ε.Π.Κ.Α. Στην έκτασή της διατηρούνται τμήματα από τα τείχη, ανάμεσά τους και ένα εντυπωσιακό μέρος ίσως της ακρόπολης, καθώς και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη και κτίσματα από τα κλασικά και ελληνιστικά κυρίως χρόνια. Το εκτεταμένο νεκροταφείο της κατέχει την παράλια ζώνη της Ιερισσού και χρησιμοποιείται από τα αρχαϊκά (7ος, 6ος αι. π.Χ.) ως τα νεότερα χρόνια (17ος αι.), αριθμεί δε γύρω στους 9.000 τάφους.
Μάμας
Τούμπα που κατοικήθηκε από το τέλος της Nεολιθικής περιόδου έως και την Eποχή του Σιδήρου σε αλλεπάλληλα στρώματα. Πρόκειται για μία από τις πιο σημαντικές προϊστορικές θέσεις της Χαλκιδικής από άποψη διάρκειας κατοίκησης και μεγέθους. Στα δυτικά της τούμπας εντοπίσθηκε οργανωμένο νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, το παλαιότερο νεκροταφείο που έχει βρεθεί στη Μακεδονία. Ανασκάφτηκε με μικρές διερευνητικές τομές το 1928 από τον άγγλο αρχαιολόγο W.A. Heurtley, ενώ από το 1993 ξεκίνησε νέα ανασκαφή συστηματική από τη Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Dr B.Haensel. Η νέα ανασκαφή βρίσκεται σε εξέλιξη, ήδη όμως έφερε στο φώς ενδιαφέροντα ευρήματα στον τομέα της προϊστορικής αρχιτεκτονικής και αγγειοπλαστικής. Το νεκροταφείο ερευνήθηκε το 1992 από τη ΙΣΤ' ΕΠΚΑ.
Όλυνθος
Η Όλυνθος, για έναν αιώνα, υπήρξε η σπουδαιότερη πόλη της Χαλκιδικής. Η κτίση της χάνεται στα μυθικά χρόνια. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι στη θέση της πόλης υπήρχε ένας αξιόλογος προϊστορικός οικισμός, του οποίου συνέχεια υπήρξε η πόλη των κλασικών χρόνων. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Όλυνθος ήταν γιος του βασιλιά της Θράκης Στρυμόνα και σκοτώθηκε σε κυνήγι λιονταριού. Μετά το θάνατό του ο αδελφός του ο Βράγγας έκτισε προς τιμή του την Όλυνθο. Κατά μια άλλη εκδοχή ο Όλυνθος ήταν γιος του Ηρακλή. Συγκεκριμένες μαρτυρίες για την πόλη έχουμε από τον 7ο π.Χ. αι., όταν την κατέλαβαν οι Βοττιείς. Το 480 π.Χ. ο Πέρσης στρατηγός Αρτάβαζος κατέλαβε την Όλυνθο και την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Όσους από τους κατοίκους συνέλαβε, τους έσφαξε στα έλη που βρίσκονται μεταξύ Ολύνθου και Ποτίδαιας. Μετά την καταστροφή παρέδωσε την πόλη στους Χαλκιδείς και έτσι έγινε και η Όλυνθος χαλκιδική πόλη. Μετά τους περσικούς πολέμους έγινε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Γύρω στο 440 π.Χ. αποσκίρτησε από τους Αθηναίους και με την προτροπή του Περδίκα της Μακεδονίας πολλές παραθαλάσσιες χαλκιδικές πόλεις συνοικίστηκαν στην Όλυνθο. Έτσι η πόλη ισχυροποιήθηκε τόσο, ώστε, σύμφωνα με τον ιστορικό Ξενοφώντα, να μπορεί να συντηρεί στρατιωτική δύναμη 20.000 ανδρών. Η ίδρυση του Κοινού των Χαλκιδέων, δηλ., η πολιτική ένωση 32 πόλεων της Χαλκιδικής κάτω από την αιγίδα της Ολύνθου, συνέβαλε ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη της πόλης. Στα χρόνια της βασιλείας του Αμύντα Β΄ (393-369 π.Χ.) η κυριαρχία της πόλης επεκτάθηκε και σε ένα μέρος της Μακεδονίας, στο οποίο περιλαμβανόταν και η Πέλλα.
Το 379 π.Χ. την πόλη κατέλαβαν οι Λακεδαιμόνιοι και διέλυσαν το Κοινό τους, αλλά πολύ σύντομα η Όλυνθος απελευθερώθηκε πάλι, ξαναΐδρυσε το Κοινό και απόχτησε τέτοια ισχύ, ώστε όλες οι μεγάλες δυνάμεις του ελληνικού χώρου να επιδιώκουν τη συμμαχία της. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Φίλιππος της Μακεδονίας, προκειμένου να αποσπάσει την Όλυνθο από την επιρροή των Αθηναίων, της παραχώρησε την εύφορη κοιλάδα του Ανθεμούντα (σήμερα Γαλάτιστας) και κατέλαβε για χάρη της την Ποτίδαια. Οι Ολύνθιοι, επειδή κατάλαβαν ότι η συμπεριφορά του Φιλίππου δεν ήταν ανιδιοτελής, διέλυσαν το 352 π.Χ. τη συμμαχία με τους Μακεδόνες. Με αφορμή την άρνηση των Ολυνθίων να παραδώσουν τον αδελφό του Αρριδαίο, που κατέφυγε στην πόλη τους, ο Φίλιππος εξεστράτευσε με ισχυρές δυνάμεις εναντίων των χαλκιδικών πόλεων. Λέγεται ότι αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας ήταν η καταστροφή των 32 πόλεων του Κοινού. Στη συνέχεια πολιόρκησε την Όλυνθο, η οποία ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια από τους Αθηναίους. Ο γνωστός Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Δημοσθένης εκφώνησε τους Ολυνθιακούς λόγους του, προτρέποντας την πόλη του να στείλει βοήθεια στην Όλυνθο. Όταν όμως ξεκίνησε η κυρία αθηναϊκή δύναμη, η Όλυνθος έπεσε με προδοσία στα χέρια του Φιλίππου (348 π.Χ.).
Η τύχη της πόλης είχε προδιαγραφεί από τον καιρό της πολιορκίας, όταν ο Φίλιππος απάντησε στην ολυνθιακή πρεσβεία που τον επισκέφτηκε για σύναψη ειρήνης ότι "πρέπει ή εκείνοι να μην κατοικούν πια στην Όλυνθο ή αυτός στη Μακεδονία". Έτσι, μετά τη λεηλασία της, ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή της. Όσοι από τους κατοίκους της πιάστηκαν αιχμάλωτοι, πουλήθηκαν δούλοι. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και τα αδέλφια του Φιλίππου, Αρριδαίος και Μενέλαος, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Πέλλα και θανατώθηκαν. Η Όλυνθος δεν ξανακτίσθηκε μετά το 348 π.Χ. Οι περισσότεροι από τους Ολυνθίους που σώθηκαν, εγκαταστάθηκαν από τον Κάσσανδρο στην Κασσάνδρεια το 315 π.Χ. Για την πράξη του αυτή ο Κάσσανδρος κατηγορήθηκε από τους πολιτικούς αντιπάλους του ότι ξανακτίζει την αντίπαλο των Μακεδόνων, την Όλυνθο κατάγονταν πολλές προσωπικότητες. Αναφέρουμε τον Καλλισθένη, ανιψιό του Αριστοτέλη και συμμαθητή του Μεγ. Αλεξάνδρου, και τους ιστορικούς Στράττη και Έφιππο, που συνόδευσαν το Μ. Αλέξανδρο στην εκστρατεία του.
Η αρχαία Όλυνθος όπως αναφέραμε βρίσκεται στα υψώματα ανατολικά του χωριού. Ο χώρος είναι περιφραγμένος και η είσοδος είναι στη ΝΔ βάση των υψωμάτων, όπου βρίσκεται και το φυλάκιο του αρχαιοφύλακα. Ως την είσοδο υπάρχει αυτοκινητόδρομος καλής βατότητας. Η κίνηση μέσα στον αρχαιολογικό χώρο γίνεται μόνο με πεζοπορία. Η θέση της πόλης ήταν ταυτισμένη από τον περασμένο αιώνα. Οι κάτοικοι της περιοχής την ονόμαζαν "Πύργο" (όνομα που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους ντόπιους), εξαιτίας ενός βυζαντινού πύργου που ασφάλιζε το εκεί μετόχι της μονής Κασταμονίτου του Αγίου Όρους. Από τον πύργο αυτόν σώζεται σήμερα μόνον η θεμελίωσή του στο νότιο άκρο της πόλης. Τα έτη 1928, 1931, 1934 και 1938 έγιναν εκτεταμένες ανασκαφικές έρευνες από αμερικανική αρχαιολογική αποστολή με τη διεύθυνση του καθηγ. David M. Robinson. Τα συμπεράσματα των ανασκαφών έχουν δημοσιευτεί σε δώδεκα ογκώδεις τόμους, οι οποίοι αποτελούν για τους αρχαιολόγους βασικό έργο για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Μια όμως από τις σημαντικότερες προσφορές του Robinson είναι η ολοκληρωμένη εικόνα που μας έδωσε για την πολεοδομική οργάνωση μιας πόλης των κλασικών χρόνων.
Όπως προαναφέραμε, η Όλυνθος καταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες. Γύρω στο 440 π.Χ. προστέθηκαν στους κατοίκους της μερικές χιλιάδες νέοι κάτοικοι, που προέρχονταν από τις παραθαλάσσιες χαλκιδικές πόλεις. Έχοντας υπόψη μας αυτά τα ιστορικά στοιχεία και επιπλέον τα ανασκαφικά δεδομένα, μπορούμε να πούμε τα εξής: Η αρχαϊκή πόλη, που ήταν συνέχεια της προϊστορικής, βρισκόταν στο νότιο λόφο, όπου οι δρόμοι ακολουθούσαν τις κλίσεις του εδάφους και διασταυρώνονταν από άλλους εγκάρσιους. Στο τμήμα αυτό της πόλης δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα κανονικό πολεοδομικό σύστημα.
Ο βόρειος λόφος φαίνεται ότι ήταν ο χώρος της νέας μαζικής εγκατάστασης των Χαλκιδέων. Η αξιοποίησή του καθοδηγήθηκε από μια απόλυτα ορθολογιστική σκέψη. Στο νότιο όριο του "νέου" οικισμού μερικές από τις λεωφόρους ακολουθούν κατεύθυνση προς τα ΝΑ, ενδεικτική του άξονα επικοινωνίας μεταξύ Ολύνθου και Μηκύβερνας, η οποία μετά το 421 π.Χ. ήταν το λιμάνι της Ολύνθου. Η ακρίβεια του πολεοδομικού σχήματος της Ολύνθου μας βοηθάει να κατανοήσουμε πως εφαρμοζόταν το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο περιλάμβανε συνήθως δέκα κατοικίες, οι οποίες είχαν εσωτερική αυλή και εκτός από τα απαραίτητα δωμάτια, βοηθητικούς χώρους με τρεχούμενο νερό και σύστημα αποχέτευσης. Η συνολική εντύπωση που προσφέρει η πόλη είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα από την εντύπωση άλλων μεγάλων συγχρόνων της πόλεων: τα σπίτια είναι ταπεινά, λείπουν οι μεγάλοι κοινόχρηστοι χώροι και όλα είναι μέτρια, εκτός βέβαια από τις λίγες βίλες, οι οποίες όμως βρίσκονται έξω από την κυρίως πόλη. Η πόλη ήταν οχυρωμένη με πλινθόκτιστο τείχος, πάνω στο οποίο "ακουμπούσαν" οι πρώτες σειρές των σπιτιών. Η αγορά της πόλης τοποθετείται σ' έναν ελεύθερο χώρο με στοά, ο οποίος εντοπίστηκε στον αυχένα που ενώνει τον παλιό με τον νέο οικισμό. Τα ευρήματα των ανασκαφών βρίσκονται στα μουσεία της Θεσσαλονίκης και του Πολυγύρου.
Ποτίδαια
Η Ποτίδαια ιδρύθηκε γύρω στα 600 π.Χ. από Κορίνθιους αποίκους.
Στους Περσικούς Πολέμους έπαιξε σημαντικό ρόλο, ενώ η αποστασία της το 432-31 π.Χ. από την Α' Αθηναϊκή Συμμαχία αποτέλεσε μία από τις αφορμές του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες καταλήψεις από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες και η τελική ερήμωσή της το 356 π.Χ. από το Φίλιππο Β'. Το 316-15 π.Χ. ο Κάσσανδρος ιδρύει στην ίδια θέση μια νέα πόλη, την Κασσάνδρεια, που ανθεί σε όλη την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Από ένα πλήθος σωστικών ανασκαφών, που διενεργεί η ΙΣΤ' Ε.Π.Κ.Α., αποκαλύφθηκαν αρχαϊκά στρώματα με αξιόλογη κεραμική και οικοδομικά λείψανα καθώς και κλασικής εποχής τάφοι Αθηναίων κληρούχων. Από την ελληνιστική και ρωμαϊκή Κασσάνδρεια σώζονται τμήματα της οχύρωσης, του οικοδομικού ιστού και των νεκροταφείων, με σημαντικότερο πρόσφατο εύρημα μονοθάλαμο μακεδονικό τάφο.
Ρόδα
ΑΡΧΑΙΟ ΙΕΡΟ Το ιερό έχει διάρκεια ζωής από την όψιμη αρχαϊκή ως και την ελληνιστική εποχή και η ιστορία του συνδέεται με δύο αρχαίες πόλεις της περιοχής, τη Σάνη, αποικία των Ανδρίων και την Ουρανούπολη την πόλη που ίδρυσε το 315 π.Χ ο Αλέξαρχος, αδελφός του βασιλιά της Μακεδονίας Κασσάνδρου. Στα τέλη του 6ου αι. π.Χ ο Αλέξαρχος οι κάτοικοι της Σάνης ίδρυσαν το ιερό εκτός των τειχών της πόλης και έκτισαν τον οίκο εν παραστάσει. Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ ο Αλέξαρχος ιδρύει την Ουρανούπολη και εντάσσει το ιερό στη νέα πόλη. Στο οικοδομικό του πρόγραμμα συγκαταλέγονται μνημειακές κατασκευές, ο ελληνιστικός ναός, η επισκευή του αρχαϊκού οίκου κ ά. Το ιερό εγκαταλείφθηκε τον 3ο αι. π.Χ. Η αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε το 1990 όταν κατά τη διάρκεια αυτοψίας βρέθηκε ένα υστεροαρχαϊκό ανθεμωτό ακροκέραμο και ένα οκταεδρικό αγγείο.
Το 1990 στη διάρκεια δοκιμαστικών τομών εντοπίστηκαν τμήματα του αρχαϊκού οίκου και του ελληνιστικού ναού. Το 1992-3, ανασκάφηκε ο οίκος, ενώ την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η ανασκαφή του ναού που συνεχίστηκε και το 1994. Το 1995 η ανασκαφή χαρακτηρίστηκε συστηματική και το 1996 ξεκίνησε η ανασκαφή του συγκροτήματος των ελληνιστικών κτιρίων νότια του ναού. Τα σημαντικότερα κτίσματα είναι: Αρχαϊκός "οίκος" που αποτελείται από σηκό και πρόναο εν παραστάσι. Υψώνεται πάνω σε πόδιο από γρανίτη (1μ. ύψος) και έχει ασβεστολιθικούς τοίχους των οποίων το εξωτερικό μέτωπο διακοσμείται με κυψελωτό θέμα. Το πιο ενδιαφέρον εύρημα του κτιρίου ήταν οι πήλινες κορινθιακές κεραμίδες της στέγης και τα ακρωτήρια. Ελληνιστικός ναός. Αποτελείται από πρόναο με πρόσταση και σηκό με τρεις εισόδους, κτιστό θρανίο κατά μήκος του ανατολικού του τοίχου, τράπεζα για αναίμακτες προσφορές και περίπου στο κέντρο λιθοσωρό με ίχνη καύσης. Στον πρόναο βρέθηκε μαρμάρινη κεφαλή Ηλίου και μαρμάρινο κεφάλι κοριτσιού.
Τορώνη
Η Τορώνη, στο ΝΔ. άκρο της χερσονήσου Σιθωνίας της Χαλκιδικής, ιδρύθηκε από τους Χαλκιδείς της Εύβοιας κατά τη διάρκεια του 8ου-7ου αιώνα π.Χ. Το 480 π.Χ., η πόλη βοήθησε τους Πέρσες κατά την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας και λίγα χρόνια αργότερα αποτέλεσε μέλος της Α' Αθηναϊκής συμμαχίας. Στη διάρκεια των γεγονότων του πελοποννησιακού πολέμου, σύμφωνα με το Θουκυδίδη (Θουκ. IV 110-116 και V 2-3), έγινε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών. Στην περιοχή ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν από το 1975 και εξής από την Αρχαιολογική Εταιρεία σε συνεργασία με το Αυστραλιανό Ινστιτούτο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Αλ. Καμπίτογλου. Το λιμάνι της Τορώνης τοποθετείται ανατολικά της Ληκύθου, του μικρού ακρωτηρίου που υψώνεται σήμερα 13 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στα Βόρεια της αρχαίας πόλης, εκεί όπου η παρουσία ενός μυχού, αλλά και τα ενάλια αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κάνουν πιθανή τη θέση του. Η Λήκυθος, που κατοικήθηκε με μικρές διακοπές από την πρώιμη εποχή του Χαλκού έως και τον 17ο αιώνα μ.Χ., αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της ιστορίας της πόλης, με την οποία συνδέεται με ένα στενό ισθμό που στην αρχαιότητα, όπως απέδειξε η πρόσφατη υποβρύχια έρευνα, υπήρξε ευρύτερος. Κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων υποθαλάσσιων ερευνών στην Τορώνη, οι οποίες είχαν προκαταρκτικό χαρακτήρα, έγινε φανερό ότι, η σημερινή θαλάσσια περιοχή στα ΒΑ του ισθμού, στην αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα του πολεοδομικού ιστού της πόλης, με μικρή όμως υψομετρική διαφορά, σε σχέση με την περιοχή του σημερινού λαιμού της Ληκύθου. Μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση 35μ. περίπου από τη σύγχρονη ακτογραμμή και σχεδόν παράλληλα με αυτήν εντοπίζεται κρηπίδωμα μήκους 60μ. και πλάτους σχεδόν 2 μ., το οποίο στα δύο μέτωπά του διατηρεί σε διάφορα σημεία μεγάλους γωνιόλιθους γρανίτη. Το εσωτερικό του αποτελεί συμπαγές λατυποπαγές υλικό, πιθανόν τεχνητά διαμορφωμένο. Νότια αυτού του κρηπιδώματος και σε απόσταση 20μ. από την παραλία, μία δεύτερη παρόμοια κατασκευή, μήκους πάνω από 80μ. δηλώνει την ύπαρξη μιας δεύτερης ακτογραμμής, που δημιουργήθηκε σε εποχή μεταγενέστερη της πρώτης.
Η έρευνα, που επικεντρώθηκε στο νότιο μέτωπο του ανατολικού τμήματος του εσωτερικού κρηπιδώματος, εκεί όπου τρεις αδροδουλεμένες λιθόπλινθοι βρίσκονται στη θέση τους, απέδειξε ότι αυτές εδράζονται στο προαναφερόμενο συσσωματωμένο υλικό. Κάθετα σε αυτές, με προσανατολισμό Β-Ν, αποκαλύφθηκε άλλος τοίχος από μεγάλες λιθοπλίνθους επίσης, που σώζεται σε ύψος τουλάχιστον τριών δόμων. Στη γωνία, που διαμορφώνεται μεταξύ τους, εντοπίστηκε πλήθος θραυσμάτων αμφορέων κλασικών χρόνων. Η χρονολόγησή τους στην κλασική περίοδο, συμπεραίνεται από την κεραμική (μελαμβαφής κυρίως) που βρέθηκε κατά τον καθαρισμό των τοίχων, που κείνται στη σημερινή παραλία και ανήκουν σε κτήρια, που χτίστηκαν αρχικά στη στεριά. Ένα εκτεταμένο στρώμα καταστροφής με πλήθος θραυσμάτων κεραμιδιών στέγης, βαμμένων κόκκινων και μαύρων, που καλύπτει όλη την παραλιακή περιοχή Βόρεια του τείχους C, ανήκει σε οικοδομική φάση των κλασικών χρόνων. Περιέχει σημαντικό αριθμό τμημάτων αγγείων, αποθηκευτικού κυρίως χαρακτήρα (πιθαριών, αμφορέων), έτσι ώστε μια ερμηνεία των παραλιακών αυτών οικοδομημάτων με χώρους, που συνδέονται με τη λειτουργία του λιμανιού να μη φαίνεται απίθανη. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι στην Τορώνη στην αρχαιότητα το εμπόριο κρασιού ήταν ιδιαίτερα ανθηρό. Στην ίδια περιοχή, ένας μεγάλος πίθος, διαμ. 1μ. περίπου, βρέθηκε in situ, με σπασμένους αμφορείς του 5ου αιώνα π.Χ. στο εσωτερικό του. Για την ερμηνεία των κτηρίων αυτών, που στην αρχαιότητα βρίσκονταν σε άμεση γειτνίαση με το λιμάνι, ως κτήρια εμπορικού - αποθηκευτικού χαρακτήρα συνηγορεί εκτός της θέσης και του είδους των αγγείων και το ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθός τους, αν λάβει κανείς υπόψη, ότι οι τοίχοι 5, 9 και 4 σώζονται σε μήκος πλέον των 10 μέτρων.
Η χρονολόγησή τους στο β' μισό του 5ου αιώνα π.Χ. άλλωστε θα μπορούσε με πολλή προς το παρόν επιφύλαξη, να οδηγήσει στη σκέψη, ότι ίσως δεν είμαστε μακριά από την περιοχή όπου ο Θουκυδίδης αναφέρει, ότι οι Αθηναίοι, το 423 π.Χ. για να αμυνθούν εναντίον των Σπαρτιατών, ανέβασαν πάνω σε ένα οίκημα της Ληκύθου, πολλούς αμφορείς και πίθους με νερό, με αποτέλεσμα αυτό να γκρεμίσει. Κάτω από το προαναφερόμενο στρώμα καταστροφής, αποκαλύφθηκε η λατύπη του τείχους C, ανάμικτη με κεραμική του 5ου αιώνα π.Χ. και κάτω από αυτήν το νότιο τμήμα του τοίχου 5. Η κατασκευή επομένως του τοίχου 5 σε προγενέστερη οικοδομική φάση από αυτήν του τείχους C, είναι σαφής. Το τείχος C, κατασκευασμένο από μεγάλες λιθοπλίνθους γρανίτη, σώζεται σε ύψος τριών δόμων, ενώ του τέταρτου, χαμηλότερου δόμου, που προεξέχει έως 0,15μ. από τους υπερκείμενους και πιθανότατα αποτελεί τη θεμελίωση, δε στάθηκε δυνατή η σε όλο το ύψος αποκάλυψη του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το στρώμα καταστροφής δεν περιείχε όστρακα στρογγυλεμένα από την επίδραση των κυμάτων, ενώ αντίθετα τέτοια παρατηρήθηκαν κάτω από τη θεμελίωση των κτηρίων των κλασικών χρόνων, γεγονός που μαρτυρεί ότι η γεωμορφολογία στην περιοχή είναι πιθανόν αποτέλεσμα εναλλασσόμενων φαινομένων. Στο δυτικό τμήμα του τείχους C, στην παρειά της Ληκύθου διαπιστώθηκε η παρουσία άλλου τοίχου, κατασκευασμένου από αργούς πλακερούς, σχετικά μικρού μεγέθους, λίθους, που σώζεται σε ύψος τουλάχιστον 1 μέτρου. Μικρής έκτασης έρευνα αποκάλυψε ότι ο τοίχος αυτός ύστερα από 5 μ. μήκος προς τα Δυτικά γωνιάζει προς τα ΝΔ, στο εσωτερικό της Ληκύθου. Το πλάτος του στο σημείο αυτό είναι 1,20μ. και μία τομή μπροστά στη Βόρεια όψη του, έδειξε την ύπαρξη δαπέδου ή δρόμου, εκεί όπου, σε βάθος 0,20-0,15μ., παρατηρήθηκε πατημένο χώμα με κομμάτια κάρβουνου. Η κεραμική μέσα από την τομή αυτή, ήταν αρχαϊκή ντόπιας κυρίως παραγωγής. Ο τοίχος αυτός, που τέμνεται από το τείχος C, από το οποίο είναι προγενέστερος συνεχίζει με κατεύθυνση ΝΑ, έτσι ώστε το περίγραμμα του να διακρίνεται επάνω στη Λήκυθο. Επάνω στη σημερινή ακτή σώζεται επίσης η ΝΑ γωνία κτηρίου, του οποίου η τοιχοποιία αποτελείται από γωνιόλιθους γρανίτη και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό. Το κτήριο, που φέρει δάπεδο από πήλινες τετράγωνες πλάκες, χρονολογείται στη ρωμαϊκή εποχή. Μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση ενός μέτρου από τη σημερινή ακτογραμμή, εντοπίζεται ορθογώνια κατασκευή, πιθανότατα δεξαμενή μεταβυζαντινών χρόνων και επιβεβαιώνεται έτσι με την παρουσία οικοδομημάτων από την κλασική τουλάχιστον περίοδο μέχρι και τους μεταβυζαντινούς χρόνους, η διαχρονική χρήση και του βορειότερου παραθαλάσσιου, βυθισμένου σήμερα, τμήματος της Ληκύθου.
Αρχαία Άκανθος
Η αρχαία Άκανθος βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της Ακτής, της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, στη θέση της σημερινής Ιερισσού. Ο Θουκυδίδης αναφέρει την Άκανθο, ενώ ο Πλούταρχος την θεωρεί μεικτή αποικία Ανδρίων και Χαλκιδέων, που ιδρύθηκε στην «Ακτή του Δράκοντος», στη θέση προϋπάρχοντος πολιτισμού. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο και τα αρχαιολογικά δεδομένα, πιθανή χρονολογία ίδρυσής της είναι το 655 π.Χ. Οι οικονομικοί πόροι της προέρχονταν από τον ορυκτό και δασικό της πλούτο αλλά και τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα που διακινούνταν από το αξιόλογο λιμάνι της.
Η πρώιμη ιστορία δεν είναι γνωστή. Την ανάπτυξή της στην αρχαϊκή περίοδο αντανακλά η μεγάλη κυκλοφορία των νομισμάτων της, που αρχίζει γύρω στο 530 π.Χ. με έμβλημα το ταυροκτόνο λιοντάρι. Είναι γνωστοί τουλάχιστον 92 τύποι. Το πρώτο ιστορικό στοιχείο, ήδη από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ., τη συσχετίζουν με τους περσικούς πολέμους. Ως ελεύθερη πόλη η Άκανθος αρχικά ήταν μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας και αργότερα της Σπαρτιατικής. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., σε περίοδο μεγάλης ακμής, αντιτάχθηκε και δεν προσχώρησε ποτέ στη Χαλκιδική Συμμαχία. Το 348 π.Χ. κατακτήθηκε από τους Μακεδόνες χωρίς να καταστραφεί. Αργότερα ενσωματώθηκε στην περιοχή της Ουρανούπολης, η νέα πόλη που ιδρύθηκε στον ισθμό, ανάμεσα στο Στρυμονικό και στο Σιγγιτικό κόλπο, από τον Αλέξαρχο, τον αδελφό του Κασσάνδρου. Σύμφωνα με τον Λίβιο γύρω στο 200 π.Χ. η Άκανθος πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους, που αξιοποίησαν, όπως φαίνεται, τις φυσικές πηγές πλούτου και το λιμάνι της. Η ζωή της Ακάνθου συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών μέχρι τα νεότερα χρόνια.
Η αρχαία πόλη εκτείνεται σε γραφική λοφοσειρά, 600 μέτρα περίπου νοτιοανατολικά από τον οικισμό της Ιερισσού, όπου διατηρούνται λείψανα των τειχών, ένα εντυπωσιακό τμήμα της ακρόπολης, διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη και οικοδομικά απομεινάρια ελληνιστικών χρόνων. Στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο σώζονται μία ερειπωμένη βυζαντινή εκκλησία και δύο μεταβυζαντινές. Η Άκανθος δεν έχει ανασκαφεί ακόμη συστηματικά αντίθετα με τη νεκρόπολη, που η έρευνά της άρχισε ήδη από το 1973. Ιδιαίτερα εκτεταμένος ο χώρος του νεκροταφείου κατέχει το παράλιο τμήμα της Ιερισσού και αριθμεί μέχρι σήμερα περισσότερους από 600 τάφους.
Χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη χρονική περίοδο, από την αρχαϊκή εποχή μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, και στη συνέχεια, ίσως με κάποιες διακοπές, μέχρι το 17ο αι. Οι τάφοι εκτείνονται σε δύο ή τρία τουλάχιστον επάλληλα στρώματα, είτε σε μικρό βάθος, στο στρώμα του χώματος, είτε σε μεγαλύτερο, στην άμμο. Η διάταξη των τάφων είναι συνήθως παράλληλη στη γραμμή του αιγιαλού. Ο προσανατολισμός των νεκρών είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, από νοτιοανατολικά (κρανίο νεκρών- στόμιο αγγείων) προς βορειοδυτικά. Στην Άκανθο ενήλικες και παιδιά θάβονται στον ίδιο χώρο σύμφωνα με τα γνωστά ταφικά έθιμα της αρχαιότητας, στα οποία κυριαρχεί ο ενταφιασμός. Χρησιμοποιούνται διάφορα είδη τάφων, όπως ορθογώνιοι λάκκοι είτε απλοί είτε επενδεδυμένοι με πηλό ή πήλινες λάρνακες, συνήθως ακόσμητες, μερικές φορές όμως με ανάγλυφη η ζωγραφική διακόσμηση, κιβωτιόσχημοι τάφοι, κεραμοσκεπείς και εγχυτρισμοί, δηλαδή ταφές μέσα σε πίθους ή μικρότερα αγγεία- αμφορείς, υδρίες, στάμνοι, που αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό βρεφικών ή παιδικών ταφών.
Τα κτερίσματα, που συνήθως είναι τοποθετημένα μέσα στους τάφους δίπλα ή επάνω στους νεκρούς, είναι πολυάριθμα και ποικίλα ανάμεσα τους υπερτερούν τα πήλινα αγγεία, είτε για τροφή στερεή ή υγρή. Πολλές φορές τα κτερίσματα που συνοδεύουν τους νεκρούς αποτελούσαν και τα προσωπικά τους αντικείμενα ή σχετίζονταν με τα επαγγέλματα και τις προσωπικές τους ασχολίες, όπως κοσμήματα, περόνες, πόρπες, καθρέφτες, στλεγγίδες, βελόνες, αγκίστρια, κλαδευτήρια, μαχαίρια. Όπλα αποκαλύπτονται σπάνια. Πολύ συχνά, στις γυναικείες και στις παιδικές ιδιαίτερα ταφές, υπάρχουν πήλινα ειδώλια, που απεικονίζουν χθόνιες θεότητες, διάφορες γυναικείες ή ανδρικές μορφές, ηθοποιούς, ερωτιδείς, ζώα. Τα ευρήματα παρουσιάζουν πλατιά τυπολογία και προέλευση. Αντιπροσωπεύονται διάσημα εμπορικά κέντρα του αρχαίου κόσμου και διάφορα εργαστήρια, ενώ είναι αισθητή η παράλληλη ανάπτυξη και της τοπικής παραγωγής. Συγγενικά ταφικά έθιμα, παρόμοιοι τύποι ταφών και ευρήματα απαντούν σε πολλά άλλα νεκροταφεία των αρχαίων πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης και φανερώνουν επιδράσεις, επαφές και εμπορικές συναλλαγές τόσο με την ελληνόφωνη Ανατολή όσο και με γνωστά κέντρα του νησιώτικου χώρου, την Εύβοια, την Αθήνα, την Κόρινθο και τη Βοιωτία.
Οι Ακάνθιοι συμμάχησαν αρχικά με τους Πέρσες, μετά με τους Αθηναίους και κατόπιν με τους Σπαρτιάτες.
Το 199 π.Χ. την πόλη λεηλάτησαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι την μοίρασαν σε λεγεωνάριους. Κάποια εποχή οι Ρωμαίοι ήταν οι μόνοι κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι την ονόμασαν Ericius, δηλαδή Ερισσός και αργότερα έγινε Ιερισσός.
Η αρχαία Άκανθος απλωνόταν στους λόφους σε μία έκταση περίπου 560 στρεμμάτων. Τα λείψανα, που είναι ορατά σήμερα, είναι ίχνη από την οχύρωση της πόλης και τα σπίτια. Στο κέντρο του οικισμού ανασκάφηκε ένα δημόσιο κτίριο με δύο πηγάδια με μαρμάρινα στόμια.
Οι ανασκαφές στην περιοχή ξεκίνησαν πριν από 25 περίπου χρόνια στο νεκροταφείο της Ακάνθου, ακριβώς πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Ιερισσός. Έχουν ερευνηθεί περισσότεροι από 9.000 ελληνιστικοί και κλασσικοί τάφοι και τα περισσότερα ευρήματα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πολυγύρου.
Ολυμπιάδα
Μάμας
Τούμπα που κατοικήθηκε από το τέλος της Nεολιθικής περιόδου έως και την Eποχή του Σιδήρου σε αλλεπάλληλα στρώματα. Πρόκειται για μία από τις πιο σημαντικές προϊστορικές θέσεις της Χαλκιδικής από άποψη διάρκειας κατοίκησης και μεγέθους. Στα δυτικά της τούμπας εντοπίσθηκε οργανωμένο νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, το παλαιότερο νεκροταφείο που έχει βρεθεί στη Μακεδονία. Ανασκάφτηκε με μικρές διερευνητικές τομές το 1928 από τον άγγλο αρχαιολόγο W.A. Heurtley, ενώ από το 1993 ξεκίνησε νέα ανασκαφή συστηματική από τη Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Dr B.Haensel. Η νέα ανασκαφή βρίσκεται σε εξέλιξη, ήδη όμως έφερε στο φώς ενδιαφέροντα ευρήματα στον τομέα της προϊστορικής αρχιτεκτονικής και αγγειοπλαστικής. Το νεκροταφείο ερευνήθηκε το 1992 από τη ΙΣΤ' ΕΠΚΑ.
Όλυνθος
Η Όλυνθος, για έναν αιώνα, υπήρξε η σπουδαιότερη πόλη της Χαλκιδικής. Η κτίση της χάνεται στα μυθικά χρόνια. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι στη θέση της πόλης υπήρχε ένας αξιόλογος προϊστορικός οικισμός, του οποίου συνέχεια υπήρξε η πόλη των κλασικών χρόνων. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Όλυνθος ήταν γιος του βασιλιά της Θράκης Στρυμόνα και σκοτώθηκε σε κυνήγι λιονταριού. Μετά το θάνατό του ο αδελφός του ο Βράγγας έκτισε προς τιμή του την Όλυνθο. Κατά μια άλλη εκδοχή ο Όλυνθος ήταν γιος του Ηρακλή. Συγκεκριμένες μαρτυρίες για την πόλη έχουμε από τον 7ο π.Χ. αι., όταν την κατέλαβαν οι Βοττιείς. Το 480 π.Χ. ο Πέρσης στρατηγός Αρτάβαζος κατέλαβε την Όλυνθο και την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Όσους από τους κατοίκους συνέλαβε, τους έσφαξε στα έλη που βρίσκονται μεταξύ Ολύνθου και Ποτίδαιας. Μετά την καταστροφή παρέδωσε την πόλη στους Χαλκιδείς και έτσι έγινε και η Όλυνθος χαλκιδική πόλη. Μετά τους περσικούς πολέμους έγινε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Γύρω στο 440 π.Χ. αποσκίρτησε από τους Αθηναίους και με την προτροπή του Περδίκα της Μακεδονίας πολλές παραθαλάσσιες χαλκιδικές πόλεις συνοικίστηκαν στην Όλυνθο. Έτσι η πόλη ισχυροποιήθηκε τόσο, ώστε, σύμφωνα με τον ιστορικό Ξενοφώντα, να μπορεί να συντηρεί στρατιωτική δύναμη 20.000 ανδρών. Η ίδρυση του Κοινού των Χαλκιδέων, δηλ., η πολιτική ένωση 32 πόλεων της Χαλκιδικής κάτω από την αιγίδα της Ολύνθου, συνέβαλε ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη της πόλης. Στα χρόνια της βασιλείας του Αμύντα Β΄ (393-369 π.Χ.) η κυριαρχία της πόλης επεκτάθηκε και σε ένα μέρος της Μακεδονίας, στο οποίο περιλαμβανόταν και η Πέλλα.
Το 379 π.Χ. την πόλη κατέλαβαν οι Λακεδαιμόνιοι και διέλυσαν το Κοινό τους, αλλά πολύ σύντομα η Όλυνθος απελευθερώθηκε πάλι, ξαναΐδρυσε το Κοινό και απόχτησε τέτοια ισχύ, ώστε όλες οι μεγάλες δυνάμεις του ελληνικού χώρου να επιδιώκουν τη συμμαχία της. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Φίλιππος της Μακεδονίας, προκειμένου να αποσπάσει την Όλυνθο από την επιρροή των Αθηναίων, της παραχώρησε την εύφορη κοιλάδα του Ανθεμούντα (σήμερα Γαλάτιστας) και κατέλαβε για χάρη της την Ποτίδαια. Οι Ολύνθιοι, επειδή κατάλαβαν ότι η συμπεριφορά του Φιλίππου δεν ήταν ανιδιοτελής, διέλυσαν το 352 π.Χ. τη συμμαχία με τους Μακεδόνες. Με αφορμή την άρνηση των Ολυνθίων να παραδώσουν τον αδελφό του Αρριδαίο, που κατέφυγε στην πόλη τους, ο Φίλιππος εξεστράτευσε με ισχυρές δυνάμεις εναντίων των χαλκιδικών πόλεων. Λέγεται ότι αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας ήταν η καταστροφή των 32 πόλεων του Κοινού. Στη συνέχεια πολιόρκησε την Όλυνθο, η οποία ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια από τους Αθηναίους. Ο γνωστός Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Δημοσθένης εκφώνησε τους Ολυνθιακούς λόγους του, προτρέποντας την πόλη του να στείλει βοήθεια στην Όλυνθο. Όταν όμως ξεκίνησε η κυρία αθηναϊκή δύναμη, η Όλυνθος έπεσε με προδοσία στα χέρια του Φιλίππου (348 π.Χ.).
Η τύχη της πόλης είχε προδιαγραφεί από τον καιρό της πολιορκίας, όταν ο Φίλιππος απάντησε στην ολυνθιακή πρεσβεία που τον επισκέφτηκε για σύναψη ειρήνης ότι "πρέπει ή εκείνοι να μην κατοικούν πια στην Όλυνθο ή αυτός στη Μακεδονία". Έτσι, μετά τη λεηλασία της, ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή της. Όσοι από τους κατοίκους της πιάστηκαν αιχμάλωτοι, πουλήθηκαν δούλοι. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και τα αδέλφια του Φιλίππου, Αρριδαίος και Μενέλαος, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Πέλλα και θανατώθηκαν. Η Όλυνθος δεν ξανακτίσθηκε μετά το 348 π.Χ. Οι περισσότεροι από τους Ολυνθίους που σώθηκαν, εγκαταστάθηκαν από τον Κάσσανδρο στην Κασσάνδρεια το 315 π.Χ. Για την πράξη του αυτή ο Κάσσανδρος κατηγορήθηκε από τους πολιτικούς αντιπάλους του ότι ξανακτίζει την αντίπαλο των Μακεδόνων, την Όλυνθο κατάγονταν πολλές προσωπικότητες. Αναφέρουμε τον Καλλισθένη, ανιψιό του Αριστοτέλη και συμμαθητή του Μεγ. Αλεξάνδρου, και τους ιστορικούς Στράττη και Έφιππο, που συνόδευσαν το Μ. Αλέξανδρο στην εκστρατεία του.
Η αρχαία Όλυνθος όπως αναφέραμε βρίσκεται στα υψώματα ανατολικά του χωριού. Ο χώρος είναι περιφραγμένος και η είσοδος είναι στη ΝΔ βάση των υψωμάτων, όπου βρίσκεται και το φυλάκιο του αρχαιοφύλακα. Ως την είσοδο υπάρχει αυτοκινητόδρομος καλής βατότητας. Η κίνηση μέσα στον αρχαιολογικό χώρο γίνεται μόνο με πεζοπορία. Η θέση της πόλης ήταν ταυτισμένη από τον περασμένο αιώνα. Οι κάτοικοι της περιοχής την ονόμαζαν "Πύργο" (όνομα που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους ντόπιους), εξαιτίας ενός βυζαντινού πύργου που ασφάλιζε το εκεί μετόχι της μονής Κασταμονίτου του Αγίου Όρους. Από τον πύργο αυτόν σώζεται σήμερα μόνον η θεμελίωσή του στο νότιο άκρο της πόλης. Τα έτη 1928, 1931, 1934 και 1938 έγιναν εκτεταμένες ανασκαφικές έρευνες από αμερικανική αρχαιολογική αποστολή με τη διεύθυνση του καθηγ. David M. Robinson. Τα συμπεράσματα των ανασκαφών έχουν δημοσιευτεί σε δώδεκα ογκώδεις τόμους, οι οποίοι αποτελούν για τους αρχαιολόγους βασικό έργο για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Μια όμως από τις σημαντικότερες προσφορές του Robinson είναι η ολοκληρωμένη εικόνα που μας έδωσε για την πολεοδομική οργάνωση μιας πόλης των κλασικών χρόνων.
Όπως προαναφέραμε, η Όλυνθος καταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες. Γύρω στο 440 π.Χ. προστέθηκαν στους κατοίκους της μερικές χιλιάδες νέοι κάτοικοι, που προέρχονταν από τις παραθαλάσσιες χαλκιδικές πόλεις. Έχοντας υπόψη μας αυτά τα ιστορικά στοιχεία και επιπλέον τα ανασκαφικά δεδομένα, μπορούμε να πούμε τα εξής: Η αρχαϊκή πόλη, που ήταν συνέχεια της προϊστορικής, βρισκόταν στο νότιο λόφο, όπου οι δρόμοι ακολουθούσαν τις κλίσεις του εδάφους και διασταυρώνονταν από άλλους εγκάρσιους. Στο τμήμα αυτό της πόλης δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα κανονικό πολεοδομικό σύστημα.
Ο βόρειος λόφος φαίνεται ότι ήταν ο χώρος της νέας μαζικής εγκατάστασης των Χαλκιδέων. Η αξιοποίησή του καθοδηγήθηκε από μια απόλυτα ορθολογιστική σκέψη. Στο νότιο όριο του "νέου" οικισμού μερικές από τις λεωφόρους ακολουθούν κατεύθυνση προς τα ΝΑ, ενδεικτική του άξονα επικοινωνίας μεταξύ Ολύνθου και Μηκύβερνας, η οποία μετά το 421 π.Χ. ήταν το λιμάνι της Ολύνθου. Η ακρίβεια του πολεοδομικού σχήματος της Ολύνθου μας βοηθάει να κατανοήσουμε πως εφαρμοζόταν το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο περιλάμβανε συνήθως δέκα κατοικίες, οι οποίες είχαν εσωτερική αυλή και εκτός από τα απαραίτητα δωμάτια, βοηθητικούς χώρους με τρεχούμενο νερό και σύστημα αποχέτευσης. Η συνολική εντύπωση που προσφέρει η πόλη είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα από την εντύπωση άλλων μεγάλων συγχρόνων της πόλεων: τα σπίτια είναι ταπεινά, λείπουν οι μεγάλοι κοινόχρηστοι χώροι και όλα είναι μέτρια, εκτός βέβαια από τις λίγες βίλες, οι οποίες όμως βρίσκονται έξω από την κυρίως πόλη. Η πόλη ήταν οχυρωμένη με πλινθόκτιστο τείχος, πάνω στο οποίο "ακουμπούσαν" οι πρώτες σειρές των σπιτιών. Η αγορά της πόλης τοποθετείται σ' έναν ελεύθερο χώρο με στοά, ο οποίος εντοπίστηκε στον αυχένα που ενώνει τον παλιό με τον νέο οικισμό. Τα ευρήματα των ανασκαφών βρίσκονται στα μουσεία της Θεσσαλονίκης και του Πολυγύρου.
Μένδη
Η αρχαία Μένδη αναφέρεται από τον Θουκυδίδη σαν αποικία της Ερέτριας η οποία ιδρύθηκε στην Παλλήνη, την δυτικότερη χερσόνησο της Χαλκιδικής. Η χρονολογία ίδρυσής της δεν μας παραδίδεται, η παρουσία των Ερετριέων και Χαλκιδέων ωστόσο στον βόρειο Ελλαδικό χώρο ανάγεται γενικά στo πλαίσιο του Β' αποικισμού, τον 8ο αι. π.Χ. Η πόλη οφείλει το όνομά της στο αρωματικό φυτό μίνθη, ένα είδος μέντας, που φύεται ακόμη στην περιοχή. Η μεγάλη οικονομική της άνθηση, ήδη από τις αρχές του 6ου αι., επιβεβαιώνεται από την μεγάλη κυκλοφορία των νομισμάτων της και οφείλεται κυρίως στις εξαγωγές του περίφημου "Μενδαίου οίνου". Η Μένδη υπήρξε και ο τόπος καταγωγής του γνωστού γλύπτη του 5ου αι. Παιώνιου, ο οποίος φιλοτέχνησε και το άγαλμα της Νίκης στην Ολυμπία. Η πόλη στον 5ο αι. ήταν από τους οικονομικά ισχυρότερους συμμάχους της Αθήνας, αποστάτησε ωστόσο στην διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.), γεγονός που προκάλεσε την πολιορκία και λεηλασία της από τους Αθηναίους. Στα μέσα του 4ου αι. η πόλη καταλαμβάνεται από τον Φίλιππο Β' και σταδιακά παρακμάζει.
Η θέση της αρχαίας πόλης στην περιοχή της Κοινότητας Καλάνδρας ταυτίστηκε από τον Leake τον 19ο αι., και επιβεβαιώνεται από τοπογραφικά στοιχεία των Θουκυδίδη και Λίβιου, την επιβίωση του τοπωνυμίου "Ποσείδι" στο γειτονικό ακρωτήρι, αλλά και από τα ανασκαφικά στοιχεία. Συστηματική ανασκαφική έρευνα στην αρχαία Μένδη διενεργήθηκε από το 1986-1994, από την ΙΣΤ'Εφορεία Προϊστορικών & Κλασσικών Αρχαιοτήτων υπό την εποπτεία της Ιουλίας Βοκοτοπούλου. Ο κυρίως αρχαιολογικός χώρος, εκτάσης 1200 Χ 600 μ., εντοπίζεται στο επίπεδο πλάτωμα και τις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου ο οποίος καταλήγει ομαλά προς την θάλασσα. Στην Ακρόπολη, γνωστή ως Βίγλα, η οποία εκτείνεται στο ψηλότερο, ΝΑ σημείο του λόφου, ερευνήθηκαν συστάδες από λάκκους-αποθέτες, οι οποίοι είχαν αρχικά αποθηκευτικό χαρακτήρα. Το κύριο περιεχόμενό τους ήταν κεραμική από τον 12ο έως και τον 7ο αι. π.Χ. Στο πλάτωμα, γνωστό και ως Ξέφωτο, δοκιμαστική τομή αποκάλυψε τμήμα του τείχους. Στο"Προάστειο", το οποίο αναφέρεται από τον Θουκυδίδη και το οποίο καταλαμβάνει την παραθαλάσσια περιοχή της αρχαίας πόλης, αποκαλύφθηκαν, εκτός των άλλων, επάλληλα τμήματα κατοικιών και δρόμων, που χρονολογούνται από τον 9ο ως και τον 4ο αι. π.Χ. Στο νεκροταφείο, το οποίο εντοπίστηκε στην παραλία του ξενοδοχείου Μένδη, ερευνήθηκαν 241 συνολικά ταφές, κυρίως εγχυτρισμοί βρεφών και μικρών παιδιών, που χρονολογούνται από τα τέλη του 8ου-αρχές 7ου ως τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Τα αγγεία ήταν κυρίως γραπτά, με φυτική και γεωμετρική διακόσμηση, ή και εγχάρακτα.
Η αρχαία Μένδη αναφέρεται από τον Θουκυδίδη σαν αποικία της Ερέτριας η οποία ιδρύθηκε στην Παλλήνη, την δυτικότερη χερσόνησο της Χαλκιδικής. Η χρονολογία ίδρυσής της δεν μας παραδίδεται, η παρουσία των Ερετριέων και Χαλκιδέων ωστόσο στον βόρειο Ελλαδικό χώρο ανάγεται γενικά στo πλαίσιο του Β' αποικισμού, τον 8ο αι. π.Χ. Η πόλη οφείλει το όνομά της στο αρωματικό φυτό μίνθη, ένα είδος μέντας, που φύεται ακόμη στην περιοχή. Η μεγάλη οικονομική της άνθηση, ήδη από τις αρχές του 6ου αι., επιβεβαιώνεται από την μεγάλη κυκλοφορία των νομισμάτων της και οφείλεται κυρίως στις εξαγωγές του περίφημου "Μενδαίου οίνου". Η Μένδη υπήρξε και ο τόπος καταγωγής του γνωστού γλύπτη του 5ου αι. Παιώνιου, ο οποίος φιλοτέχνησε και το άγαλμα της Νίκης στην Ολυμπία. Η πόλη στον 5ο αι. ήταν από τους οικονομικά ισχυρότερους συμμάχους της Αθήνας, αποστάτησε ωστόσο στην διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.), γεγονός που προκάλεσε την πολιορκία και λεηλασία της από τους Αθηναίους. Στα μέσα του 4ου αι. η πόλη καταλαμβάνεται από τον Φίλιππο Β' και σταδιακά παρακμάζει.
Η θέση της αρχαίας πόλης στην περιοχή της Κοινότητας Καλάνδρας ταυτίστηκε από τον Leake τον 19ο αι., και επιβεβαιώνεται από τοπογραφικά στοιχεία των Θουκυδίδη και Λίβιου, την επιβίωση του τοπωνυμίου "Ποσείδι" στο γειτονικό ακρωτήρι, αλλά και από τα ανασκαφικά στοιχεία. Συστηματική ανασκαφική έρευνα στην αρχαία Μένδη διενεργήθηκε από το 1986-1994, από την ΙΣΤ'Εφορεία Προϊστορικών & Κλασσικών Αρχαιοτήτων υπό την εποπτεία της Ιουλίας Βοκοτοπούλου. Ο κυρίως αρχαιολογικός χώρος, εκτάσης 1200 Χ 600 μ., εντοπίζεται στο επίπεδο πλάτωμα και τις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου ο οποίος καταλήγει ομαλά προς την θάλασσα. Στην Ακρόπολη, γνωστή ως Βίγλα, η οποία εκτείνεται στο ψηλότερο, ΝΑ σημείο του λόφου, ερευνήθηκαν συστάδες από λάκκους-αποθέτες, οι οποίοι είχαν αρχικά αποθηκευτικό χαρακτήρα. Το κύριο περιεχόμενό τους ήταν κεραμική από τον 12ο έως και τον 7ο αι. π.Χ. Στο πλάτωμα, γνωστό και ως Ξέφωτο, δοκιμαστική τομή αποκάλυψε τμήμα του τείχους. Στο"Προάστειο", το οποίο αναφέρεται από τον Θουκυδίδη και το οποίο καταλαμβάνει την παραθαλάσσια περιοχή της αρχαίας πόλης, αποκαλύφθηκαν, εκτός των άλλων, επάλληλα τμήματα κατοικιών και δρόμων, που χρονολογούνται από τον 9ο ως και τον 4ο αι. π.Χ. Στο νεκροταφείο, το οποίο εντοπίστηκε στην παραλία του ξενοδοχείου Μένδη, ερευνήθηκαν 241 συνολικά ταφές, κυρίως εγχυτρισμοί βρεφών και μικρών παιδιών, που χρονολογούνται από τα τέλη του 8ου-αρχές 7ου ως τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Τα αγγεία ήταν κυρίως γραπτά, με φυτική και γεωμετρική διακόσμηση, ή και εγχάρακτα.
Ποτίδαια
Η Ποτίδαια ιδρύθηκε γύρω στα 600 π.Χ. από Κορίνθιους αποίκους.
Στους Περσικούς Πολέμους έπαιξε σημαντικό ρόλο, ενώ η αποστασία της το 432-31 π.Χ. από την Α' Αθηναϊκή Συμμαχία αποτέλεσε μία από τις αφορμές του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες καταλήψεις από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες και η τελική ερήμωσή της το 356 π.Χ. από το Φίλιππο Β'. Το 316-15 π.Χ. ο Κάσσανδρος ιδρύει στην ίδια θέση μια νέα πόλη, την Κασσάνδρεια, που ανθεί σε όλη την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Από ένα πλήθος σωστικών ανασκαφών, που διενεργεί η ΙΣΤ' Ε.Π.Κ.Α., αποκαλύφθηκαν αρχαϊκά στρώματα με αξιόλογη κεραμική και οικοδομικά λείψανα καθώς και κλασικής εποχής τάφοι Αθηναίων κληρούχων. Από την ελληνιστική και ρωμαϊκή Κασσάνδρεια σώζονται τμήματα της οχύρωσης, του οικοδομικού ιστού και των νεκροταφείων, με σημαντικότερο πρόσφατο εύρημα μονοθάλαμο μακεδονικό τάφο.
Ρόδα
ΑΡΧΑΙΟ ΙΕΡΟ Το ιερό έχει διάρκεια ζωής από την όψιμη αρχαϊκή ως και την ελληνιστική εποχή και η ιστορία του συνδέεται με δύο αρχαίες πόλεις της περιοχής, τη Σάνη, αποικία των Ανδρίων και την Ουρανούπολη την πόλη που ίδρυσε το 315 π.Χ ο Αλέξαρχος, αδελφός του βασιλιά της Μακεδονίας Κασσάνδρου. Στα τέλη του 6ου αι. π.Χ ο Αλέξαρχος οι κάτοικοι της Σάνης ίδρυσαν το ιερό εκτός των τειχών της πόλης και έκτισαν τον οίκο εν παραστάσει. Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ ο Αλέξαρχος ιδρύει την Ουρανούπολη και εντάσσει το ιερό στη νέα πόλη. Στο οικοδομικό του πρόγραμμα συγκαταλέγονται μνημειακές κατασκευές, ο ελληνιστικός ναός, η επισκευή του αρχαϊκού οίκου κ ά. Το ιερό εγκαταλείφθηκε τον 3ο αι. π.Χ. Η αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε το 1990 όταν κατά τη διάρκεια αυτοψίας βρέθηκε ένα υστεροαρχαϊκό ανθεμωτό ακροκέραμο και ένα οκταεδρικό αγγείο.
Το 1990 στη διάρκεια δοκιμαστικών τομών εντοπίστηκαν τμήματα του αρχαϊκού οίκου και του ελληνιστικού ναού. Το 1992-3, ανασκάφηκε ο οίκος, ενώ την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η ανασκαφή του ναού που συνεχίστηκε και το 1994. Το 1995 η ανασκαφή χαρακτηρίστηκε συστηματική και το 1996 ξεκίνησε η ανασκαφή του συγκροτήματος των ελληνιστικών κτιρίων νότια του ναού. Τα σημαντικότερα κτίσματα είναι: Αρχαϊκός "οίκος" που αποτελείται από σηκό και πρόναο εν παραστάσι. Υψώνεται πάνω σε πόδιο από γρανίτη (1μ. ύψος) και έχει ασβεστολιθικούς τοίχους των οποίων το εξωτερικό μέτωπο διακοσμείται με κυψελωτό θέμα. Το πιο ενδιαφέρον εύρημα του κτιρίου ήταν οι πήλινες κορινθιακές κεραμίδες της στέγης και τα ακρωτήρια. Ελληνιστικός ναός. Αποτελείται από πρόναο με πρόσταση και σηκό με τρεις εισόδους, κτιστό θρανίο κατά μήκος του ανατολικού του τοίχου, τράπεζα για αναίμακτες προσφορές και περίπου στο κέντρο λιθοσωρό με ίχνη καύσης. Στον πρόναο βρέθηκε μαρμάρινη κεφαλή Ηλίου και μαρμάρινο κεφάλι κοριτσιού.
Τορώνη
Η Τορώνη, στο ΝΔ. άκρο της χερσονήσου Σιθωνίας της Χαλκιδικής, ιδρύθηκε από τους Χαλκιδείς της Εύβοιας κατά τη διάρκεια του 8ου-7ου αιώνα π.Χ. Το 480 π.Χ., η πόλη βοήθησε τους Πέρσες κατά την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας και λίγα χρόνια αργότερα αποτέλεσε μέλος της Α' Αθηναϊκής συμμαχίας. Στη διάρκεια των γεγονότων του πελοποννησιακού πολέμου, σύμφωνα με το Θουκυδίδη (Θουκ. IV 110-116 και V 2-3), έγινε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών. Στην περιοχή ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν από το 1975 και εξής από την Αρχαιολογική Εταιρεία σε συνεργασία με το Αυστραλιανό Ινστιτούτο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Αλ. Καμπίτογλου. Το λιμάνι της Τορώνης τοποθετείται ανατολικά της Ληκύθου, του μικρού ακρωτηρίου που υψώνεται σήμερα 13 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στα Βόρεια της αρχαίας πόλης, εκεί όπου η παρουσία ενός μυχού, αλλά και τα ενάλια αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κάνουν πιθανή τη θέση του. Η Λήκυθος, που κατοικήθηκε με μικρές διακοπές από την πρώιμη εποχή του Χαλκού έως και τον 17ο αιώνα μ.Χ., αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της ιστορίας της πόλης, με την οποία συνδέεται με ένα στενό ισθμό που στην αρχαιότητα, όπως απέδειξε η πρόσφατη υποβρύχια έρευνα, υπήρξε ευρύτερος. Κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων υποθαλάσσιων ερευνών στην Τορώνη, οι οποίες είχαν προκαταρκτικό χαρακτήρα, έγινε φανερό ότι, η σημερινή θαλάσσια περιοχή στα ΒΑ του ισθμού, στην αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα του πολεοδομικού ιστού της πόλης, με μικρή όμως υψομετρική διαφορά, σε σχέση με την περιοχή του σημερινού λαιμού της Ληκύθου. Μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση 35μ. περίπου από τη σύγχρονη ακτογραμμή και σχεδόν παράλληλα με αυτήν εντοπίζεται κρηπίδωμα μήκους 60μ. και πλάτους σχεδόν 2 μ., το οποίο στα δύο μέτωπά του διατηρεί σε διάφορα σημεία μεγάλους γωνιόλιθους γρανίτη. Το εσωτερικό του αποτελεί συμπαγές λατυποπαγές υλικό, πιθανόν τεχνητά διαμορφωμένο. Νότια αυτού του κρηπιδώματος και σε απόσταση 20μ. από την παραλία, μία δεύτερη παρόμοια κατασκευή, μήκους πάνω από 80μ. δηλώνει την ύπαρξη μιας δεύτερης ακτογραμμής, που δημιουργήθηκε σε εποχή μεταγενέστερη της πρώτης.
Η έρευνα, που επικεντρώθηκε στο νότιο μέτωπο του ανατολικού τμήματος του εσωτερικού κρηπιδώματος, εκεί όπου τρεις αδροδουλεμένες λιθόπλινθοι βρίσκονται στη θέση τους, απέδειξε ότι αυτές εδράζονται στο προαναφερόμενο συσσωματωμένο υλικό. Κάθετα σε αυτές, με προσανατολισμό Β-Ν, αποκαλύφθηκε άλλος τοίχος από μεγάλες λιθοπλίνθους επίσης, που σώζεται σε ύψος τουλάχιστον τριών δόμων. Στη γωνία, που διαμορφώνεται μεταξύ τους, εντοπίστηκε πλήθος θραυσμάτων αμφορέων κλασικών χρόνων. Η χρονολόγησή τους στην κλασική περίοδο, συμπεραίνεται από την κεραμική (μελαμβαφής κυρίως) που βρέθηκε κατά τον καθαρισμό των τοίχων, που κείνται στη σημερινή παραλία και ανήκουν σε κτήρια, που χτίστηκαν αρχικά στη στεριά. Ένα εκτεταμένο στρώμα καταστροφής με πλήθος θραυσμάτων κεραμιδιών στέγης, βαμμένων κόκκινων και μαύρων, που καλύπτει όλη την παραλιακή περιοχή Βόρεια του τείχους C, ανήκει σε οικοδομική φάση των κλασικών χρόνων. Περιέχει σημαντικό αριθμό τμημάτων αγγείων, αποθηκευτικού κυρίως χαρακτήρα (πιθαριών, αμφορέων), έτσι ώστε μια ερμηνεία των παραλιακών αυτών οικοδομημάτων με χώρους, που συνδέονται με τη λειτουργία του λιμανιού να μη φαίνεται απίθανη. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι στην Τορώνη στην αρχαιότητα το εμπόριο κρασιού ήταν ιδιαίτερα ανθηρό. Στην ίδια περιοχή, ένας μεγάλος πίθος, διαμ. 1μ. περίπου, βρέθηκε in situ, με σπασμένους αμφορείς του 5ου αιώνα π.Χ. στο εσωτερικό του. Για την ερμηνεία των κτηρίων αυτών, που στην αρχαιότητα βρίσκονταν σε άμεση γειτνίαση με το λιμάνι, ως κτήρια εμπορικού - αποθηκευτικού χαρακτήρα συνηγορεί εκτός της θέσης και του είδους των αγγείων και το ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθός τους, αν λάβει κανείς υπόψη, ότι οι τοίχοι 5, 9 και 4 σώζονται σε μήκος πλέον των 10 μέτρων.
Η χρονολόγησή τους στο β' μισό του 5ου αιώνα π.Χ. άλλωστε θα μπορούσε με πολλή προς το παρόν επιφύλαξη, να οδηγήσει στη σκέψη, ότι ίσως δεν είμαστε μακριά από την περιοχή όπου ο Θουκυδίδης αναφέρει, ότι οι Αθηναίοι, το 423 π.Χ. για να αμυνθούν εναντίον των Σπαρτιατών, ανέβασαν πάνω σε ένα οίκημα της Ληκύθου, πολλούς αμφορείς και πίθους με νερό, με αποτέλεσμα αυτό να γκρεμίσει. Κάτω από το προαναφερόμενο στρώμα καταστροφής, αποκαλύφθηκε η λατύπη του τείχους C, ανάμικτη με κεραμική του 5ου αιώνα π.Χ. και κάτω από αυτήν το νότιο τμήμα του τοίχου 5. Η κατασκευή επομένως του τοίχου 5 σε προγενέστερη οικοδομική φάση από αυτήν του τείχους C, είναι σαφής. Το τείχος C, κατασκευασμένο από μεγάλες λιθοπλίνθους γρανίτη, σώζεται σε ύψος τριών δόμων, ενώ του τέταρτου, χαμηλότερου δόμου, που προεξέχει έως 0,15μ. από τους υπερκείμενους και πιθανότατα αποτελεί τη θεμελίωση, δε στάθηκε δυνατή η σε όλο το ύψος αποκάλυψη του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το στρώμα καταστροφής δεν περιείχε όστρακα στρογγυλεμένα από την επίδραση των κυμάτων, ενώ αντίθετα τέτοια παρατηρήθηκαν κάτω από τη θεμελίωση των κτηρίων των κλασικών χρόνων, γεγονός που μαρτυρεί ότι η γεωμορφολογία στην περιοχή είναι πιθανόν αποτέλεσμα εναλλασσόμενων φαινομένων. Στο δυτικό τμήμα του τείχους C, στην παρειά της Ληκύθου διαπιστώθηκε η παρουσία άλλου τοίχου, κατασκευασμένου από αργούς πλακερούς, σχετικά μικρού μεγέθους, λίθους, που σώζεται σε ύψος τουλάχιστον 1 μέτρου. Μικρής έκτασης έρευνα αποκάλυψε ότι ο τοίχος αυτός ύστερα από 5 μ. μήκος προς τα Δυτικά γωνιάζει προς τα ΝΔ, στο εσωτερικό της Ληκύθου. Το πλάτος του στο σημείο αυτό είναι 1,20μ. και μία τομή μπροστά στη Βόρεια όψη του, έδειξε την ύπαρξη δαπέδου ή δρόμου, εκεί όπου, σε βάθος 0,20-0,15μ., παρατηρήθηκε πατημένο χώμα με κομμάτια κάρβουνου. Η κεραμική μέσα από την τομή αυτή, ήταν αρχαϊκή ντόπιας κυρίως παραγωγής. Ο τοίχος αυτός, που τέμνεται από το τείχος C, από το οποίο είναι προγενέστερος συνεχίζει με κατεύθυνση ΝΑ, έτσι ώστε το περίγραμμα του να διακρίνεται επάνω στη Λήκυθο. Επάνω στη σημερινή ακτή σώζεται επίσης η ΝΑ γωνία κτηρίου, του οποίου η τοιχοποιία αποτελείται από γωνιόλιθους γρανίτη και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό. Το κτήριο, που φέρει δάπεδο από πήλινες τετράγωνες πλάκες, χρονολογείται στη ρωμαϊκή εποχή. Μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση ενός μέτρου από τη σημερινή ακτογραμμή, εντοπίζεται ορθογώνια κατασκευή, πιθανότατα δεξαμενή μεταβυζαντινών χρόνων και επιβεβαιώνεται έτσι με την παρουσία οικοδομημάτων από την κλασική τουλάχιστον περίοδο μέχρι και τους μεταβυζαντινούς χρόνους, η διαχρονική χρήση και του βορειότερου παραθαλάσσιου, βυθισμένου σήμερα, τμήματος της Ληκύθου.
Αρχαία Άκανθος
Η αρχαία Άκανθος βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της Ακτής, της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, στη θέση της σημερινής Ιερισσού. Ο Θουκυδίδης αναφέρει την Άκανθο, ενώ ο Πλούταρχος την θεωρεί μεικτή αποικία Ανδρίων και Χαλκιδέων, που ιδρύθηκε στην «Ακτή του Δράκοντος», στη θέση προϋπάρχοντος πολιτισμού. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο και τα αρχαιολογικά δεδομένα, πιθανή χρονολογία ίδρυσής της είναι το 655 π.Χ. Οι οικονομικοί πόροι της προέρχονταν από τον ορυκτό και δασικό της πλούτο αλλά και τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα που διακινούνταν από το αξιόλογο λιμάνι της.
Η πρώιμη ιστορία δεν είναι γνωστή. Την ανάπτυξή της στην αρχαϊκή περίοδο αντανακλά η μεγάλη κυκλοφορία των νομισμάτων της, που αρχίζει γύρω στο 530 π.Χ. με έμβλημα το ταυροκτόνο λιοντάρι. Είναι γνωστοί τουλάχιστον 92 τύποι. Το πρώτο ιστορικό στοιχείο, ήδη από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ., τη συσχετίζουν με τους περσικούς πολέμους. Ως ελεύθερη πόλη η Άκανθος αρχικά ήταν μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας και αργότερα της Σπαρτιατικής. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., σε περίοδο μεγάλης ακμής, αντιτάχθηκε και δεν προσχώρησε ποτέ στη Χαλκιδική Συμμαχία. Το 348 π.Χ. κατακτήθηκε από τους Μακεδόνες χωρίς να καταστραφεί. Αργότερα ενσωματώθηκε στην περιοχή της Ουρανούπολης, η νέα πόλη που ιδρύθηκε στον ισθμό, ανάμεσα στο Στρυμονικό και στο Σιγγιτικό κόλπο, από τον Αλέξαρχο, τον αδελφό του Κασσάνδρου. Σύμφωνα με τον Λίβιο γύρω στο 200 π.Χ. η Άκανθος πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους, που αξιοποίησαν, όπως φαίνεται, τις φυσικές πηγές πλούτου και το λιμάνι της. Η ζωή της Ακάνθου συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών μέχρι τα νεότερα χρόνια.
Η αρχαία πόλη εκτείνεται σε γραφική λοφοσειρά, 600 μέτρα περίπου νοτιοανατολικά από τον οικισμό της Ιερισσού, όπου διατηρούνται λείψανα των τειχών, ένα εντυπωσιακό τμήμα της ακρόπολης, διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη και οικοδομικά απομεινάρια ελληνιστικών χρόνων. Στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο σώζονται μία ερειπωμένη βυζαντινή εκκλησία και δύο μεταβυζαντινές. Η Άκανθος δεν έχει ανασκαφεί ακόμη συστηματικά αντίθετα με τη νεκρόπολη, που η έρευνά της άρχισε ήδη από το 1973. Ιδιαίτερα εκτεταμένος ο χώρος του νεκροταφείου κατέχει το παράλιο τμήμα της Ιερισσού και αριθμεί μέχρι σήμερα περισσότερους από 600 τάφους.
Χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη χρονική περίοδο, από την αρχαϊκή εποχή μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, και στη συνέχεια, ίσως με κάποιες διακοπές, μέχρι το 17ο αι. Οι τάφοι εκτείνονται σε δύο ή τρία τουλάχιστον επάλληλα στρώματα, είτε σε μικρό βάθος, στο στρώμα του χώματος, είτε σε μεγαλύτερο, στην άμμο. Η διάταξη των τάφων είναι συνήθως παράλληλη στη γραμμή του αιγιαλού. Ο προσανατολισμός των νεκρών είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, από νοτιοανατολικά (κρανίο νεκρών- στόμιο αγγείων) προς βορειοδυτικά. Στην Άκανθο ενήλικες και παιδιά θάβονται στον ίδιο χώρο σύμφωνα με τα γνωστά ταφικά έθιμα της αρχαιότητας, στα οποία κυριαρχεί ο ενταφιασμός. Χρησιμοποιούνται διάφορα είδη τάφων, όπως ορθογώνιοι λάκκοι είτε απλοί είτε επενδεδυμένοι με πηλό ή πήλινες λάρνακες, συνήθως ακόσμητες, μερικές φορές όμως με ανάγλυφη η ζωγραφική διακόσμηση, κιβωτιόσχημοι τάφοι, κεραμοσκεπείς και εγχυτρισμοί, δηλαδή ταφές μέσα σε πίθους ή μικρότερα αγγεία- αμφορείς, υδρίες, στάμνοι, που αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό βρεφικών ή παιδικών ταφών.
Τα κτερίσματα, που συνήθως είναι τοποθετημένα μέσα στους τάφους δίπλα ή επάνω στους νεκρούς, είναι πολυάριθμα και ποικίλα ανάμεσα τους υπερτερούν τα πήλινα αγγεία, είτε για τροφή στερεή ή υγρή. Πολλές φορές τα κτερίσματα που συνοδεύουν τους νεκρούς αποτελούσαν και τα προσωπικά τους αντικείμενα ή σχετίζονταν με τα επαγγέλματα και τις προσωπικές τους ασχολίες, όπως κοσμήματα, περόνες, πόρπες, καθρέφτες, στλεγγίδες, βελόνες, αγκίστρια, κλαδευτήρια, μαχαίρια. Όπλα αποκαλύπτονται σπάνια. Πολύ συχνά, στις γυναικείες και στις παιδικές ιδιαίτερα ταφές, υπάρχουν πήλινα ειδώλια, που απεικονίζουν χθόνιες θεότητες, διάφορες γυναικείες ή ανδρικές μορφές, ηθοποιούς, ερωτιδείς, ζώα. Τα ευρήματα παρουσιάζουν πλατιά τυπολογία και προέλευση. Αντιπροσωπεύονται διάσημα εμπορικά κέντρα του αρχαίου κόσμου και διάφορα εργαστήρια, ενώ είναι αισθητή η παράλληλη ανάπτυξη και της τοπικής παραγωγής. Συγγενικά ταφικά έθιμα, παρόμοιοι τύποι ταφών και ευρήματα απαντούν σε πολλά άλλα νεκροταφεία των αρχαίων πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης και φανερώνουν επιδράσεις, επαφές και εμπορικές συναλλαγές τόσο με την ελληνόφωνη Ανατολή όσο και με γνωστά κέντρα του νησιώτικου χώρου, την Εύβοια, την Αθήνα, την Κόρινθο και τη Βοιωτία.
Οι Ακάνθιοι συμμάχησαν αρχικά με τους Πέρσες, μετά με τους Αθηναίους και κατόπιν με τους Σπαρτιάτες.
Το 199 π.Χ. την πόλη λεηλάτησαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι την μοίρασαν σε λεγεωνάριους. Κάποια εποχή οι Ρωμαίοι ήταν οι μόνοι κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι την ονόμασαν Ericius, δηλαδή Ερισσός και αργότερα έγινε Ιερισσός.
Η αρχαία Άκανθος απλωνόταν στους λόφους σε μία έκταση περίπου 560 στρεμμάτων. Τα λείψανα, που είναι ορατά σήμερα, είναι ίχνη από την οχύρωση της πόλης και τα σπίτια. Στο κέντρο του οικισμού ανασκάφηκε ένα δημόσιο κτίριο με δύο πηγάδια με μαρμάρινα στόμια.
Οι ανασκαφές στην περιοχή ξεκίνησαν πριν από 25 περίπου χρόνια στο νεκροταφείο της Ακάνθου, ακριβώς πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Ιερισσός. Έχουν ερευνηθεί περισσότεροι από 9.000 ελληνιστικοί και κλασσικοί τάφοι και τα περισσότερα ευρήματα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πολυγύρου.
Ολυμπιάδα
Μικρό αλλά πανέμορφο χωριό 650 κατοίκων, κτισμένο από πρόσφυγες που ήρθαν από την Αγία Κυριακή της Μικρά Ασίας το 1923. Όταν εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες εδώ, βρήκαν οικισμό με 10 περίπου αγροτικές οικογένειες. Η μικρή περιοχή που τους παραχωρήθηκε ήταν βαλτώδης και μαστιζόταν από ελονοσία.
Από την αρρώστια αυτή χάθηκε το 1/3 περίπου του αρχικού προσφυγικού πληθυσμού, ενώ ένα μεγάλο μέρος του διασκορπίστηκε σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Σύμφωνα με μία τοπική παράδοση, το όνομα του χωριού προέρχεται από την Ολυμπιάδα, τη μητέρα δηλαδή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την οποία ο Βασιλιάς Κάσσανδρος είχε εξορίσει στα Αρχαία Στάγειρα ή, κατ' άλλους, στο παρακείμενο νησάκι "Κάπρος". Αν και η πληροφορία, δεν αποκλείεται να κρύβει κάποια ιστορική αλήθεια. Το σημερινό χωριό, κτισμένο κατά μήκος μιας όμορφης παραλίας, απλώνεται στο μυχό ενός φυσικού λιμανιού. Πλαισιώνεται από καταπράσινα βουνά και μαγευτικές παραλίες, υπέροχα συνδυασμένα, που προσελκύουν πλήθος επισκεπτών κατά τους θερινούς κυρίως μήνες. Κάθε καλοκαίρι επίσης, στη γιορτή της προστάτιδας Αγίας Κυριακής (7 Ιουλίου), οργανώνονται πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, όπως και ημερίδες με θέμα, τη ζωή και το έργο του Μεγάλου Σταγειρίτη Φιλοσόφου Αριστοτέλη. Στα Αρχαία Στάγειρα, που βρίσκονται αμέσως ανατολικά της Ολυμπιάδας, οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1990 με χρηματοδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και με τη συμμετοχή της κοινότητας Ολυμπιάδας. Από τότε και κάθε καλοκαίρι οι έρευνες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Επιβλέπουσα υπηρεσία είναι η ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης με επικεφαλής τον Δρα. αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Σισμανίδη.
Από την αρρώστια αυτή χάθηκε το 1/3 περίπου του αρχικού προσφυγικού πληθυσμού, ενώ ένα μεγάλο μέρος του διασκορπίστηκε σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Σύμφωνα με μία τοπική παράδοση, το όνομα του χωριού προέρχεται από την Ολυμπιάδα, τη μητέρα δηλαδή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την οποία ο Βασιλιάς Κάσσανδρος είχε εξορίσει στα Αρχαία Στάγειρα ή, κατ' άλλους, στο παρακείμενο νησάκι "Κάπρος". Αν και η πληροφορία, δεν αποκλείεται να κρύβει κάποια ιστορική αλήθεια. Το σημερινό χωριό, κτισμένο κατά μήκος μιας όμορφης παραλίας, απλώνεται στο μυχό ενός φυσικού λιμανιού. Πλαισιώνεται από καταπράσινα βουνά και μαγευτικές παραλίες, υπέροχα συνδυασμένα, που προσελκύουν πλήθος επισκεπτών κατά τους θερινούς κυρίως μήνες. Κάθε καλοκαίρι επίσης, στη γιορτή της προστάτιδας Αγίας Κυριακής (7 Ιουλίου), οργανώνονται πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, όπως και ημερίδες με θέμα, τη ζωή και το έργο του Μεγάλου Σταγειρίτη Φιλοσόφου Αριστοτέλη. Στα Αρχαία Στάγειρα, που βρίσκονται αμέσως ανατολικά της Ολυμπιάδας, οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1990 με χρηματοδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και με τη συμμετοχή της κοινότητας Ολυμπιάδας. Από τότε και κάθε καλοκαίρι οι έρευνες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Επιβλέπουσα υπηρεσία είναι η ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης με επικεφαλής τον Δρα. αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Σισμανίδη.
Ημερομηνία πρόσβασης: 29/5/2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου